κλαγγά

κλαγγά
κλαγγά̱ , κλαγγή
any sharp sound
fem nom/voc/acc dual
κλαγγά̱ , κλαγγή
any sharp sound
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλαγγᾷ — κλαγγάζω fut ind mid 2nd sg (epic) κλαγγάζω fut ind act 3rd sg (epic) κλαγγή any sharp sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγᾶι — κλαγγᾷ , κλαγγάζω fut ind mid 2nd sg (epic) κλαγγᾷ , κλαγγάζω fut ind act 3rd sg (epic) κλαγγᾷ , κλαγγή any sharp sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγάν — κλαγγά̱ν , κλαγγή any sharp sound fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγάς — κλαγγά̱ς , κλαγγή any sharp sound fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίφοβος — η, ο (Α ἐπίφοβος, ον) 1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.) 2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τόν είχανε στη μέση», Βλαχογ.) νεοελλ. (για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο… …   Dictionary of Greek

  • κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… …   Dictionary of Greek

  • μελοτυπώ — μελοτυπῶ, έω (Α) αρχίζω ένα τραγούδι ή έναν σκοπό («τὰ δὲ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῑς ὁμοῡ τ ὀρθίοις ἐν νόμοις;» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *μελοτύπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”